Κυπριαδου (φωτογραφίες απο το 2002)

Προσπάθησα να μεταφέρω εδώ μερικές παλιές φωτογραφίες από την εποχή του blogspot. Νεοκλασικά και μοντέρνα σπίτια που φωτογράφισα πολλά χρόνια πριν στην γειτονιά των παιδικών μου χρόνων.

Το Νεστορακι

Μια ιστορία που γράφτηκε το 2007 

Ήταν ξανθό με γαλανά μάτια κι ενα χαμόγελο αφοπλιστικό.
Και παρ’ ολο που ηταν μεγαλύτερος μου τρία χρόνια, είχε εκείνη τη γλύκα, που σε κάνει να βάζεις ενα -ακι στο όνομα του και να το κάνεις πιο δικό σου.
Το Νεστορακι ήταν δεύτερος μου ξάδελφος.
Ο μπαμπάς μου, και η όμορφη θεία μου, πρώτα ξαδέρφια.
Τρελλαινομουν να πηγαίνουμε επίσκεψη στο σπίτι τους.
Σε ενα όμορφο σπίτι με αυλή στα νοτια προαστεια της Αθηνας.
Παίρναμε τον ηλεκτρικό και πηγαίναμε.
Είχαν ολοι μια καλωσύνη στην οικογένεια που ξεχείλιζε.
Ο μπαμπάς (από εκείνον  πήρε τα γαλανά μάτια) επιτυχημένος δικηγόρος.
Η μαμά νοικοκυρά και όμορφη. Ψηλή, λυγερή, με κατάμαυρα μαλλιά και λευκή επιδερμίδα.
Ομορφοσογο, με καταγωγή απο τη νότια Πελοπόννησο, και δωρική αλλά συνάμα γλυκιά αυστηρότητα.
Μ’ άρεσε πολύ να κοιμάμαι στο σπίτι τους τα βράδια γιατί τα παιδιά δε σταμάταγαν να μιλάνε και μάθαινα τόσα πράγματα, εγώ τότε μικρούλα με άδειο κεφαλάκι αλλά περίεργο.
Τα βραδιά του χειμώνα τοτε ήταν δύσκολο να ζεσταθούν καλά όλα τα δωμάτια,
και θυμάμαι τα σεντόνια που είχαν μια αφιλόξενη παγωνιά σχεδον υγρή. Η Τζελλη, η ξαδέλφη μου, έφερνε το σίδερο και μου σιδέρωνε τα σεντόνια για να μου τα ζεστάνει.
Και μου έλεγε το Νεστορακι να μη το πω στη μαμά του γιατι φοβάται μη βάλουν  καμιά φωτιά, αλλα αυτος προσεχει.
Καλό μου γλυκό Νεστορακι.
Μεγαλώσαμε.
Τα παιδιά ηταν στη Νομική κι εγω στο Πολυτεχνείο. Ξανασμιξαμε τότε γιατί ειχαν μετακομίσει στο κέντρο και μου ήταν εύκολο τα μεσημέρια να πετάγομαι στο σπίτι τους να τους δω.
Η θεια τρελαινόταν απο χαρά να εχει παιδιά στο σπίτι,
μας έφτιαχνε φαγητό κι εμένα μου άρεσε πολύ εκεί.
Έβρισκα φίλους των παιδιών απο τη σχολή τους να κάνουν ατέλειωτες συζητήσεις και να προσπαθούν να τις τεκμηριώσουν νομικά, κι εγω  με το κεφάλι γεματο αριθμούς τους θαύμαζα γιατι χειρίζονταν τον λόγο και τα επιχειρήματα αψογα.
Το Νεστορακι μεγάλωσε, παντρεύτηκε έκανε δυο παιδάκια και ανέλαβε το γραφείο του θείου.
Κάποια ανύποπτη  στιγμή όμως αρρώστησε.
Άσχημα.
Άσχημα και απότομα.
Θυμάμαι οτι η θεία με παρακάλεσε να κοιτάξω στο NIH και στο Johns Hopkins μήπως και κανονίσουμε κάτι.
Πριν ακόμα προλάβω να απαντήσω όμως, το Νεστορακι έφυγε.
Η θεία μαραζωσε.
Όμως δεν περνάει γενέθλιο, ονομαστική γιορτή στην οικογένεια, Χριστούγεννα και λοιπά που να μη με πάρει τηλέφωνο. Είναι πάντα ορμητική -οπως ήτανε πάντα- χειμμαρος στην κουβέντα.
Μιλάει μονο εκείνη.
Αγάπη μου, χαρά μου, χαμόγελο μου, γλυκιά μου, δε σε ξεχνώ ποτέ.

Κι εγω δεν μπορώ να μιλήσω.
Όχι μονο δε με αφήνει, αλλα βουρκώνω και δε ξέρω τι να πω.

Πως τα θυμήθηκα τώρα ολα αυτά.
Θέλεις τα Ψυχοσάββατα που περνάνε, θέλεις η μαμά που πηγε και επισκέφτηκε την θεία προχτές.

Κάθεται, μου λέει, σε ένα καναπέ και δε σηκώνεται.
Απέναντι ο τοίχος ειναι γεμάτος φωτογραφίες, σε κάδρα , καρφιτσωμενες στον τοίχο, μαυσωλείο το έχει κάνει.

Και της λεω, συνεχίζει η μαμά, να βγει έξω να παει να δει τα εγγόνια της.

Ήθελε να φύγει εκείνη πριν απο το Νεστορακι.
Δε μπόρεσε και δε το ξεπέρασε ποτέ.

 

Ο Νέστορος κι εγώ κάποιες αποκριες.